μικράτα

μικράτα
τα
η πρώτη νηπιακή ή παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός, κατά το νιάτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικράτα — τα η παιδική ηλικία: Από τα μικράτα του φαινόταν ότι θα προόδευε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… …   Dictionary of Greek

  • παιδικάτα — τα φρ. «στα παιδικάτα» κατά την εποχή που ήταν κάποιος παιδί, στην παιδική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδικός κατά τα μικράτα, νιάτα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”